Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηρμένως — ᾐρμένως (Α) επίρρ. υπερηφάνεια, επιβλητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. ῃρμένος τού αίρω] … Dictionary of Greek
ἠρμένως — αἴρω attach perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)